- τρυγηφάνιος
- τρῠγη-φάνιος οἶνος, ὁ,A second wine pressed from the husks, Poll.6.17; also [suff] τρῠγη-φάνιον, τό, Id.7.151: cf. δευτερίας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγηφάνιος — second masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγηφάνιος — ον, Α 1. (για κρασί) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών, ο στεμφυλίτης ή δευτερίας* οίνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυγηφάνιον (κατά τον Πολυδ.) στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τρυγηφάνιον — second neut nom/voc/acc sg τρυγηφάνιος second masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)